- ερκίον
- ἑρκίον, τὸ (Α) [έρκος]1. ο περίβολος, το περίφραγμα τής αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο2. η κατοικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρκίον — fence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκία — ἑρκίον fence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίοις — ἑρκίον fence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίου — ἑρκίον fence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίῳ — ἑρκίον fence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
ἑρκίων — ἕρκος fence neut gen pl (doric) ἑρκίον fence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)